Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ - ΡΙΓΑΝΗ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ





ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΡΙΓΑΝΗΣ

1. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ

Στο μέσον περίπου της διαδρομής της επαρχιακής οδού Γουργιώτισσας - Ρίγανης, στο πλάτωμα του λόφου Κόκκινο Στεφάνι, βρίσκονται ξεχασμένα τα ερείπια της ακρόπολης μιας αρχαίας ελληνικής πόλης. Είναι το Παλιόκαστρο της Ρίγανης. Το Κόκκινο Στεφάνι δεσπόζει στην περιοχή, με μέγιστο υψόμετρο135 μ. και απέχει 3 χιλιόμετρα περίπου από τη δεξιά όχθη του ποταμού Αχελώου.

1.1 ΘΕΣΗ: Το Παλιόκαστρο της Ρίγανης

Η τοποθεσία αυτή, κατά την αρχαιότητα, παρείχε στους κατοίκους του Παλιόκαστρου δύο εκμεταλλεύσιμα πλεονεκτήματα υψίστης στρατηγικής σημασίας: υψομετρική υπεροχή και γειτνίαση με τον Αχελώο ποταμό. Από τη θέση αυτή, το οχυρό έλεγχε εποπτεύοντας τον Αχελώο και ολόκληρη την παραχελωίτιδα ζώνη μεταξύ της κοίτης του ποταμού, τις πεδιάδας της Στράτου και των αντερεισμάτων των Ακαρνανικών όρεων.

Ο Αχελώος αποτελούσε -και αποτελεί και σήμερα- πλουτοπαραγωγική δύναμη για την περιοχή. Μέχρι πρόσφατα, το ποτάμι πλημμύριζε το μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα και οι πλημμύρες του μετέφερναν, από τις υψηλότερες προς τις χαμηλότερες περιοχές, πρόσθετα διαβρωτικά ιζήματα -στρώματα ιλύος και άμμου- που καθιστούσαν εύφορη την προσχωσιγενή πεδιάδα.

Η κοιλάδα του Αχελώου υπήρξε ιδανική θέση για πολλούς προϊστορικούς καταυλισμούς, επειδή η εξάρτηση του ανθρώπου από το νερό δεν ήταν θέμα επιλογής αλλά και ζήτημα ανάγκης. Γιατί στους παραποτάμιους οικισμούς αναπτύσσονταν τρόποι επικοινωνίας μέσω του ποταμού και γρήγορη διάδοση των πολιτισμικών στοιχείων.

Η κοίτη του Αχελώου υπήρξε, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές, το φυσικό όριο της επικράτειας των Ακαρνάνων και της χώρας των Αιτωλών:

"Αιτωλοί και Ακαρνάνες ομορούσιν αλλήλοις, μέσον έχοντες τον Αχελώον ποταμόν" Στράβων, Γεωγραφικά ΙΙ,1

Και αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι στο παρελθόν η κοίτη του ποταμού δεν ήταν σταθερή και οι σχέσεις των δύο γειτονικών εθνών, σε όλη την περίοδο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, υπήρξαν κάθε άλλο παρά φιλικές.

Η γειτνίαση της περιοχής με τον Αχελώο υπήρξε επίσης πλεονέκτημα, επειδή ο ποταμός είναι διαβατός μόνον σε ένα σημείο και εκεί -κυρίως το χειμώνα- με μεγάλη δυσκολία. Η διάβαση αυτή γνωστής σήμερα ως "Πόρος" ή "Περαταριά της Ρίγανης", ήταν σε χρήση ακόμα έως τις μέρες μας, και αποτελούσε τη γέφυρα από όπου περνούσε η μεσόγεια οδική αρτηρία, που ένωνε την ενδοχώρα της Ακαρνανίας με την Αιτωλία και την Ήπειρο με την Πελοπόννησο.

Οι διαβάσεις αυτού του είδους, κατά την αρχαιότητα, υπήρξαν βασικοί παράγοντες όχι μόνο του συγκοινωνιακού αλλά και του αμυντικού συστήματος και γι' αυτό οι κάτοικοι της περιοχής τις έλεγχαν με φρούρια και σταθμούς, προστατεύοντας συγχρόνως και τα γειτονικά πληθυσμιακά κέντρα.

Το Κόκκινο Στεφάνι, ελάχιστα απέχει από το κομβικό σημείο του μοναδικού αυτού περάσματος και λόγω της θέσης του , είχε τον πλήρη έλεγχό τους. Στην αντίπερα όχθη της αιτωλικής επικράτειας, αντίστοιχη ακριβώς θέση κατείχε η αρχαία Κωνώπη (το σημερινό Αγγελόκαστρο), για την οποία ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων (Γεωγραφικά Χ, 2.22) σημειώνει:

"ευφυώς επικειμένη πως τη του Αχελώου διαβάσει".

Το Παλιόκαστρο της Ρίγανης, επομένως, εντάσσεται στη σειρά των ακαρνανικών οχυρώσεων, που επιτηρούσαν την αιτωλοακαρνανική μεθόριο και αποτελούσε το νοτιότερο οχυρό για την άμεση ασφάλεια της πρωτεύουσας του Ακαρνανικού Κοινού, της Στράτου, από την οποία απέχει 13 χιλιόμετρα περίπου.

1.2 ΤΑΥΤΙΣΗ

Οι φιλολογικές πηγές της αρχαιότητας στάθηκαν φειδωλές στις πληροφορίες τους για την ιστορία της πόλης που ορίζουν τα ερείπια του Παλιόκαστρου της Ρίγανης. Οι ειδήσεις κάθε φορά παρέχονται ευκαιριακά και επιγραμματικά. Οι συγγραφείς εστιάζουν το ενδιαφέρον τους μόνο σε συγκεκριμένα γεγονότα, παραλείποντας εκείνα τα συμπληρωματικά στοιχεία που θα φώτιζαν την εικόνα για το χώρο, τους κατοίκους του και τις δραστηριότητές τους. Η μεροληπτική αντιμετώπιση της περιοχής, δυστυχώς, διατηρήθηκε ως τις μέρες μας και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει δείξει ενδιαφέρον, ώστε, με βάση τα ευρήματα της αρχαιολογικής έρευνας, να καθορισθούν με ακρίβεια και σαφήνεια η ταυτότητα και τα όρια της ξεχασμένης πόλης.

Ο αρχαίοι συγγραφείς, μεταξύ Στράτου και Οινιαδών, στη δυτική όχθη του Αχελώου, μνημονεύουν δύο πόλεις: τη Μητρόπολη και τη Σαυρία. Οι γνωστές θέσεις που μπορούν να αποδοθούν στα δύο αυτά ονόματα είναι τα κάστρα: της Ρίγανης και της Παλαιομάνινας.

Συγκεκριμένες πληροφορίες για τη Μητρόπολη και τη Σαυρία, διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (210-125 π.Χ.) και Διόδωρος ο Σικελιώτης (90-20 π.Χ.).

Εξιστορώντας ο Πολύβιος την εκστρατεία του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας κατά των Αιτωλών, αναφέρει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του (219-217 π.Χ.) στην Αιτωλία και Ακαρνανία. Το 218 π.Χ., ο Φίλιππος μετά την καταστροφή του Θέρμου, αφού ελευθέρωσε τις Φοιτίες, προχώρησε προς τη Μητρόπολη, στην ακρόπολη της οποίας είχε οχυρωθεί η αιτωλική φρουρά, δεν μπόρεσε όμως να την καταλάβει, γι' αυτό και πυρπόλησε την Κάτω Πόλη. Στη συνέχεια διαβαίνοντας τον Αχελώο, κατευθύνθηκε προς την Κωνώπη. Οι σύγχρονοι ερευνητές ταυτίζουν την Πραταριά της Ρίγανης με το σημείο διάβασης του Φιλίππου από την Μητρόπολη προς την Κωνώπη:

"(ο Φίλιππος) προήγεν ποιούμενος την πορείαν επί Μητροπόλεως και Κωνώπης, οι δε Αιτωλοί την μεν άκραν της Μητροπόλεως κατείχον, την δε πόλιν εξέλιπον. Ο δε Φίλιππος εμπρήσας την Μητρόπολιν προίει κατά το συνεχές επί την Κωνώπην" ... "συνεχώς νυκτοπορήσας, ήκε προς τον Αχελώον ποταμόν, άρτι της ημέρας, μεταξύ Κωνώπης και Στράτου".

Πολύβιος, Ιστορίαι Δ, 64 και Ε, 11

Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρεται στα χρόνια του σκληρού ανταγωνισμού των Ακαρνάνων και Αιτωλών, την περίοδο των διαδόχων. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος, το 314 π.Χ., έσπευσε να βοηθήσει τους συμμάχους του Ακαρνάνες στον αγώνα τους κατά των Αιτωλών, επειδή όμως δεν κατόρθωσαν να επανακτήσουν τις Οινιάδες, πριν αναχωρήσει για την πατρίδα του, συμβούλεψε τους φίλους του να συνοικήσουν στις μεγάλες και οχυρωμένες πόλεις, για να αντιμετωπίσουν τον αιτωλικό κύνδυνο. Υπακούοντας την προτροπή του, οι περισσότεροι Ακαρνάνες συγκεντρώθηκαν στη Στράτο. Ο κάτοικοι των Οινιαδών, που η πόλη τους είχε καταληφθεί από τους Αιτωλούς μαζί με άλλους -φυσικά και τους κατοίκους της Μητρόπολης- κατέφυγαν στο τείχος της Σαυρίας:

"Συναγαγών δε (ο Κάσσανδρος) τους Ακαρνάνας εις κοινήςν εκκλησίαν ... συνεβούλευεν εκ των ανωχύρων και μικρών χωρίων εις ολίγας πόλεις συνοικήσαι ... πεισθέντων δε των Ακαρνάνων οι πλείστοι μεν εις Στράτον πόλιν συνώκησαν, οχυρωτάτην ούσαν και μεγίστην, Οινιάδαι και τινες άλλοι συνήλθον επί Συρίαν, Δεριείες δε μεθ' ετέρων εις Αγρίνιον".

Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική ΧΙΧ, 67, 4.

Η πόλη της Μητρόπολης είναι γνωστή επίσης από επιγραφικά και νομισματικά δεδομένα. Αντίθετα για τη Σαυρία απουσιάζουν τα επιγραφικά δεδομένα. Αντίθετα για τη Σαυρία απουσιάζουν τα επιγραφικά δεδομένα.

Στις ανασκαφές του ναού του Απόλλωνα στο Θέρμο, βρέθηκε μία επιγραφή, που χρονολογείται στο 235 π.Χ. περίπου. Σύμφωνα με την επιγραφή αυτή, οι δύο χώρες των Οινιαδών και των Μητροπολιτών, οι οποίες υπάγονταν στο ακαρνανικό διαμέρισμα που ονομάζεται Στρατικόν τέλος, είχαν συνοριακές διαφορές. Η διένεξή τους φαίνεται ότι θεωρήθηκε πολιτειακή υπόθεση και για τη ρύθμισή της εκλέχτηκαν διαιτητές από το Θύρρειο. Η γεωδαιτική απόφαση (κρίμα γαϊκόν) των γαιοδικών καθόρισες ως αμοιβαία σύνορα των δύο ακαρνανικών πόλεων: "το διατείχισμα και από του διατειχίσματος ευθυωρία δια του έλεος εις θάλασσαν". Η απόφαση, για να θεωρηθεί απαράβατη, ορίστηκε να αναγραφεί στο ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο. Το κείμενο της επιγραφής έχει ως εξής:

ΣΤΡΑΤΑΓΕΟΝΤΟΣ ΧΑΡΙΞΕΝΟΥ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ, ΚΡΙΜΑ ΓΑΪΚΟΝ ΣΤΡΑΤΙΚΟΥ ΤΕΛΕΟΣ. ΤΑΔΕ ΕΚΡΙΝΑΝ ΘΥΡΡΕΙΩΝ ΟΙ ΓΑΙΟΔΙΚΑ• ΟΡΙΑ ΤΑΣ ΧΩΡΑΣ ΟΙΝΙΑΔΑΙΣ ΠΟΤΙ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙΣ ΤΟ ΔΙΑΤΕΙΧΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΔΙΑΤΕΙΧΙΣΜΑΤΟΣ ΕΥΘΥΩΡΙΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΣ ΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑΝ. ΑΝΑΓΡΑΨΑΤΩ ΔΕ ΤΟ ΚΡΙΜΑ Α ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΟΙΝΙΑΔΑΝ, ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ ΕΝ ΘΕΡΜΩΙ ΕΝ ΤΩ ΙΕΡΩΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ.

Αρχαιολογική Εφημερίς 1905, 57κε

Δύο άλλες επιγραφές, που βρέθηκαν στο ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο, αναφέρουν τα ονόματα δύο "επώνυμων" Μητροπολιτών: τον Προίτο, γιο του Διοπείθους και τον Δείνωνα, γιο του Δειμάχου, οι οποίοι κατείχαν το αξίωμα του Γραμματέως στη Βουλή του Κοινού των Ακαρνάνων:

α)"ΓΡΑΜΜΑΤΕΟΣ ΔΕ ΤΑΙ ΒΟΥΛΑΙ ΠΡΟΙΤΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΠΕΙΘΕΟΣ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"

IG, IX, F, 208α, στ. 5,34

β)"ΓΡΑΜΜΕΤΕΟΣ ΔΕ ΤΑΣ ΒΟΥΛΑΣ ΔΕΙΝΩΝΟΣ ΤΟΥ ΔΕΙΝΟΜΑΧΟΥ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"

G, IX, F, 209, στ. 3

Οι Ακαρνάνες Γραμματείς ήταν επώνυμοι άρχοντες, ο πολιτικός τους ρόλος ήταν αξιόλογος και εξέφραζαν τη θέληση των πολιτών όλων των πόλεων της Ακαρνανικής Συμπολιτείας.

Στη Σπάρτη βρέθηκε μία επιγραφή προξενείας, που μας πληροφορεί για τον προμνήμονα των Ακαρνάνων, κάτοικο Μητρόπολης, Φιλιστίωνα του Δεξάνδρου:

"(ΣΥΜΠΡΟΜΝΑΜΟΝΟΣ) ΦΙΛΙΣΤΙΩΝΟΣ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"

(IG, IX, I², 2, 588, στ. 10)

Οι Προμνήμονες και οι Συμπρομνήμονες ήταν αξιωματούχοι προϊστάμενοι του ομοσπονδιακού συμβουλίου του Κοινού των Ακαρνάνων.

Η Μητρόπολις φαίνεται ότι στα τέλη του 4ου αιώνα βρισκόταν σε οικονομική ακμή και προχώρησε στην κοπή δικών της νομισμάτων, του τύπου των κορινθιακών πηγάσων, που απεικόνιζαν στην κύρια όψη τους τον φτερωτό Πήγασο και ανέφεραν την επωνυμία της πόλης τους. Η εύρεσή τους στην Ιταλία και τη Σικελία είναι μία έμμεση πηγή για τις σχέσεις, οικονομικές κυρίως και πολιτιστικές, με τον υπόλοιπο κόσμο (W. M. MURRAY, 1982, 488).

Η ταύτιση του Παλιόκαστρου της Ρίγανης απασχόλησε τους ερευνητές ήδη από τον περασμένο αιώνα. Οι γνώμες τους γενικά διίστανται μεταξύ Μητρόπολης και Σαυρίας.

Πρώτος ο L. Heuze, το 1856, ως μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής, επισκέφτηκε το Παλιόκαστρο της Ρίγανης και δημοσίευσε τα συμπεράσματά του στο βιβλίο "Le Mont Olympe et l' Acamanie" (1860).


Ο Γάλλος αρχαιολόγος υποστηρίζει ότι:

"Αρκεί να ανοίξουμε τον Πολύβιο, για να πειστούμε ότι αυτά τα ερείπια είναι της αρχαίας Μητρόπολης. Ο Φίλιππος ... κατασκήνωσε, σε απόσταση δέκα σταδίων από τη Στράτο, στη δεξιά όχθη του Αχελώου ... από κει προχώρησε προς νότο, με σκοπό να περάσει στην Ήλιδα. Τότε κατέστρεψε όλες τις πόλεις που συνάντησε, πάνω στις δύο όχθες του ποταμού, που ανήκαν στους Αιτωλούς, ... Βάδισε καταρχάς προς τη Μητρόπολη και την Κωνώπη ... αφού κατέστρεψε μερικά την πρώτη, διέσχισε το ποτάμι στα ρηχά με το στρατό του ... Ο Πολύβιος αναφέρει ότι με την προσέγγιση των Μακεδόνων, η αιτωλική φρουρά αρκέστηκε να υπερασπίσει την ακρόπολη, αφήνοντας το Φίλιππο να πυρπολήσει την κάτω πόλη ... Καταλαβαίνουμε ότι σ' αυτό το μέρος, μη όντας περιτριγυρισμένο από έναν κανονικό περίβολο, οι Αιτωλοί δεν σκέφτηκαν προς στιγμήν να αμυνθούν εκεί...".

Την άποψη του L. Heuze, ότι το Παλιόκαστρο της Ρίγανης ταυτίζεται με τη Μητρόπολη, ασπάζονται: ο Ε. Oberhummer (1887), o W. Powell (1904), o K. Ρωμαίος (1918), ο Ε. Μαστροκώστας (1968), ο G. C.affenbach (1957), η Κ. Αξιώτη (1980), ο Γ. Φερεντίνος (1986), ο Ν. Καπώνης (1995) κ.ά., οι οποίοι συνεκδοχικά ταυτίζουν τα ερείπια της Παλαιομάνινας με την αρχαία Σαυρία.

Ο Ε. Kirsten (1941), στηριζόμενος στον Πολύβιο, ο οποίος διαχωρίζει την ακρόπολη από την κάτω πόλη, ταυτίζει την Παλαιομάνινα με την αρχαία Μητρόπολη και το Παλιόκαστρο της Ρίγανης με τη Σαυρία. Με την άποψή του συντάσσονται οι: W. K. Pritchett (1991) και Δ. Στεργίου (1996) κ.ά.

Οι υποθέσεις και των δύο πλευρών στηρίζονται στα τοπογραφικά δεδομένα και κυρίως στη σύντομη αναφορά του Πολυβίου, στα γεγονότα του 219 π.Χ. Πιστεύουμε ότι μόνον η ανασκαφική έρευνα και τα in situ ευρήματα θα επιβεβαιώσουν την ταυτότητα του Παλιόκαστρου και θα μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα.

2. Η ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΩΣ "ΠΟΛΙΣ -ΚΡΑΤΟΣ"

Ποιο είναι το σημασιολογικό περιεχόμενο του ονόματος της αρχαίας πόλης; Ποιες πληροφορίες συλλαμβάνει ο άνθρωπος με τη νόησή του όταν ακούει τη λέξη "μητρόπολις" και πώς τις μεταφράζει σε σχέση με την πραγματικότητα;

2.1 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ "ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ"

Στην ελληνική αρχαιότητα, "μητρόπολις" ονομαζόταν κάθε πόλη που έστελνε μία ομάδα πολιτών της για να κατοικήσουν και να σταδιοδρομήσουν σε νέο χώρο, αρκετά μακριά από τον τόπο καταγωγής τους, σε μια καινούρια πόλη, την αποικία. Η λέξη "μητρόπολις" δήλωνε αυτό που σημαίνουν τα δύο συνθετικάτης:

μήτηρ+πόλις = μητέρα-πόλη, η πόλη που γεννά, που δημιουργεί άλλες πόλεις.

Ο όρος "μητρόπολις" ήταν γνωστός από τον καιρό που η ίδρυση των αποικιών βρισκόταν σε ιδιαίτερη άνθηση και μας παραπέμπει στην εποχή της αργοναυτικής εκστρατείας και του τρωικού πολέμου, γεγονότα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο μυθοποιημένος απόηχος μιας πρωταρχικής προσπάθειας των Ελλήνων να επικρατήσουν στα Στενά του Ελλησπόντου, για να ασκούν από τη θέση αυτή οικονομικό έλεγχο στα διερχόμενα πλοία και στις κοντινές περιοχές. Στη μυκηναϊκή εποχή η αποικιοκρατική δράση αποκτά συγκεκριμένη μορφή: οι 'Έλληνες αποικούν την Κύπρο και φτάνουν ως την Παλαιστίνη (πρώτος ελληνικός αποικισμός). Οι ιστορικά γνωστές αποικίες αρχίζουν να δημιουργούνται μετά την κάθοδο των Δωριέων και το αποκορύφωμα της αποικιακής δραστηριότητας των Ελλήνων είναι η περίοδος από τον 8ο μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. (δεύτερος ελληνικός αποικισμός). Οι Έλληνες έγιναν θαλασσοκράτορες και έλεγχαν όλη τη Μεσόγειο, μεταφέροντας προϊόντα από τον Εύξεινο Πόντο ως την Αφρική και από τη Φοινίκη ως τα στενά του Γιβραλτάρ. Στα ταξίδια τους, στις χώρες που επισκέπτονταν, είχαν δικούς τους εμπορικούς σταθμούς και εκεί συναντούσαν τους ομοεθνείς τους αποίκους, που μιλούσαν την ίδια γλώσσα.

Διάφοροι λόγοι οδηγούσαν τη μητρόπολη να ιδρύσει μία αποικία, όπως κοινωνικοί, οικονομικοί ή πολιτικοί. Μερικές φορές, αναγκαζόταν από την αύξηση του πληθυσμού της, τη στενότητα του καλλιεργήσιμου κλήρου και την ανεπάρκεια των προϊόντων. Τότε μεγάλες ομάδες πληθυσμού έφευγαν για να αναζητήσουν εύφορα χωράφια για καλλιέργεια. Άλλες φορές, η ανάπτυξη της βιοτεχνικής παραγωγής πίεζε τους εμπόρους να αναζητήσουν νέες αγορές για τα προϊόντα τους και η ίδρυση των αποικιών τους εξασφάλιζε κερδοφόρους εμπορικούς σταθμούς σε μακρινές από τη μητρόπολη χώρες. Άλλοτε πάλι αναγκάζονταν από τις πολιτικές μεταβολές. Οι δυσαρεστημένοι πολίτες αναζητούσαν νέα πατρίδα μακριά από τους πολιτικούς ανταγωνιστές τους.

Οποιοσδήποτε όμως κι αν ήταν ο λόγος ίδρυσης μιας αποικίας, η μητρόπολη ανελάμβανε να οργανώσει η ίδια τις αποστολές των αποίκων της, επέλεγε τον κατάλληλο τόπο, όριζε τον οικιστή, χάριζε το ιερό πυρ κ.λ.π. Στο Εξής, η μητρόπολη και η αποικία θεωρούνταν ισότιμες πόλεις, ενωμένες μεταξύ τους με πολύ ισχυρούς δεσμούς.

Οι αποικίες ήταν ένα ξεχωριστό κράτος πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητο, που έτρεφαν όμως μεγάλη εκτίμηση προς το κύριο κέντρο του πολιτισμού και της θρησκείας τους, τη μητρόπολη. Στις μεγάλες θρησκευτικές εορτές στέλνονταν εκατέρωθεν αντιπρόσωποι, γεγονός που ανανέωνε τους δεσμούς των δύο πόλεων. Όταν μία από τις δύο πόλεις βρίσκονταν σε κίνδυνο, η άλλη θεωρούσε υποχρέωσή της να βοηθήσει.

Το όνομα μητρόπολις το αποκτούσε κάθε πόλη με αποικιακή δραστηριότητα, όμως ως τοπωνυμικό λίγες πόλεις το διατήρησαν σε όλη την ιστορική περίοδο στην Ελλάδα, τη Λυδία, τη Φρυγία και αλλού. Οι πόλεις αυτές φαίνεται ότι είχαν αναπτύξει έντονη αποικιακή δραστηριότητα, επειδή βρίσκονταν σε περιοχές-εστίες εγκατάστασης των επήλυδων λαών. Παράδειγμα αποτελεί η αρχαία πρωτεύουσα της Φρυγίας, η οποία ονομαζόταν Μητρόπολις.

Στην κυρίως Ελλάδα η περισσότερο γνωστή Μητρόπολις βρισκόταν στη Θεσσαλία, νοτιοδυτικά της Καρδίτσας. Στην Ακαρνανία μνημονεύονται δύο πόλεις πόλεις με το όνομα "Μητρόπολις": η μία στην ανατολική παραλία του Αμβρακικού κόλπου, κοντά στις Όλπεις (Θουκυδίδης, Ιστοριών Γ, 107) και η άλλη στη δεξιά όχθη του Αχελώου ποταμού, μεταξύ Οινιαδών και Στράτου (Πολύβιος, Ιστορίαι Δ, 64), η οποία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

Η παραπάνω ανάλυση του όρου "μητρόπολις" μας γεννά πολλά ερωτηματικά: ποιες άραγε αποικιακές δραστηριότητες απηχεί η ιστορία της δικής μας Μητρόπολης; Τα νομίσματα της πόλης που βρέθηκαν στην Ιταλία και Σικελία αποτελούν έμμεση πηγή για τις οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις της.

2.2 Η ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΩΣ "ΠΟΛΗ-ΚΡΑΤΟΣ"

Από τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Μητρόπολις ήταν μία πόλη αυτόνομη με αποικιακή ίσως δραστηριότητα, με συμμετοχή στα κοινά του Κοινού των Ακαρνάνων και δικαίωμα κοπής νομισμάτων. Από τις λιγοστές αυτές πληροφορίες, αποδεικνύεται ότι η ακαρνανική Μητρόπολη αποτελούσε πόλη-κράτος, με όλη τη σημασία που έδιναν στον όρο οι αρχαίοι Έλληνες. Γι' αυτό, πριν την παρουσίαση, θα προηγηθούν λίγα στοιχεία για τη συγκρότηση της ελληνικής πόλης-κράτους, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η γεωγραφική οριοθέτησή της.

Την "πόλη-κράτος" αποτελούσε μία πόλη, που έδινε το όνομά της σε ολόκληρο το κράτος και μία περιορισμένη σε έκταση αγροτική περιοχή, μέσα στα όρια της οποίας μπορούσαν να υπάρχουν και άλλοι οικισμοί (κόμες). Όλοι οι κάτοικοι της πόλης και της καθορισμένης αυτής περιοχής αποτελούσαν τον πληθυσμό του κράτους.

Η πόλη ήταν το πολιτικό και διοικητικό κέντρο του κράτους. Πυρήνας της ήταν η ακρόπολη, που βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο, είχε χωριστή οχύρωση και μέσα σε αυτή υπήρχαν ο ναός του πολιούχου θεού. Συνήθως, και η πόλη ολόκληρη περιβαλλόταν από τείχος , μέσα στο οποίο κατέφευγε ο πληθυσμός της υπαίθρου, όταν κάποιος εχθρός απειλούσε το κράτος. Μέσα στην πόλη βρισκόταν οι ναοί των άλλων θεών, η αγορά, εδώ είχαν την έδρα τους οι άρχοντες και σε αυτή γίνονταν οι συνελεύσεις των πολιτών για να παρθούν οι αποφάσεις που αφορούσαν ολόκληρο το κράτος.

Κύρια επιδίωξη της κάθε πόλης-κράτους ήταν η ελευθερία, η αυτονομία και η αυτάρκεια των πολιτών της. Επεδίωκε δηλαδή να είναι ανεξάρτητη από άλλα κράτη, να την κυβερνούν οι ίδιοι οι πολίτες της και να ικανοποιεί τις ανάγκες τους σε υλικά αγαθά.

Η ακαρνανική Μητρόπολη διέθετε όλα τα στοιχεία που συγκροτούσαν την ελληνική "πόλη-κράτος". Η περιγραφή μας στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στα ορατά in situ κατάλοιπα και συμπληρώνεται από τις διηγήσεις μνήμης των πατέρων μας. Την αρχαία πόλη αποτελούσαν:

α)η Ακρόπολη,

που βρίσκεται στο πλάτωμα του λόφου "Κόκκινο Στεφάνι" και η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο χώρος της πρώτης εγκατάστασης των κατοίκων της, και

β)η Κάτω Πόλη,

η οποία απλωνόταν ανατολικά, κατά μικρούς οικισμούς, σε μια εκτεταμένη εύφορη πεδιάδα μεταξύ καλλιεργήσιμων λοφοσειρών, μέχρι τις όχθες του Αχελώου ποταμού.

Η Μητρόπολη διέθετε ένα άριστα αμυντικό σύστημα, το οποίο συνίστατο από τα τείχη της ακρόπολης, στα οχυρωματικά έργα της οποίας πρέπει να προστεθούν τα δύο παρατηρητήρια της Κάτω Πόλης, γνωστά ως "Κούλιες", το ένα στη θέση Τραγάνα και το άλλο παραποτάμια, στον Άγιο Στέφανο. Η Κάτω Πόλη, από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, δεν ήταν τειχισμένη και η ασφάλεια των κατοίκων της επιτυγχανόταν χάρη στο σύστημα των παρατηρητηρίων της και στο ανάγλυφο του εδάφους, αφού οι λοφοσειρές λειτουργούσαν ως φυσικά οχυρωματικά έργα. Σε περίπτωση έσχατης ανάγκης, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι κάτοικοι της Κάτω Πόλης κατέφευγαν στον περιορισμένο χώρο της ακρόπολης.

Την άμεση περιοχή της επικράτειας της πόλης-κράτους της Μητρόπολης ολοκλήρωνε ίσως το Κάστρο της Αετοφωλιάς, που βρίσκεται νοτιότερα του τείχους της ακρόπολης, στην ψηλότερη κορυφή της περιοχής και εποπτεύει το χώρο μέχρι τις εκβολές του Αχελώου και τον Πατραϊκό κόλπο.

3. Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ

3.1 ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Το ύψωμα "Κόκκινο στεφάνι" είναι μία απρόσιτη κορυφή εξαιτίας των απότομων, σχεδόν κάθετων πλευρών της και από μόνη της η τοποθεσία αποτελεί ένα φυσικό οχύρωμα. Εκτιμώντας τις φυσικές αμυντικές αρετές του χώρου, οι πρώτοι κάτοικοι της Μητρόπολης, τον επέλεξαν για να εγκατασταθούν και να κτίσουν την ακρόπολή τους. Σήμερα η πυκνή βλάστηση σε όλο το χώρο -στο εσωτερικό, κατά μήκος των τειχών και στη γύρο περιοχή- καθιστούν την προσέγγιση σχεδόν ακατόρθωτη και η προσπάθειά μας για μία πρώτη αποτύπωση συνάντησε πολλές δυσκολίες.

Η οχύρωση της ακρόπολης αποτελεί άριστο παράδειγμα αμυντικού έργου. Το τείχος παρακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους, εκμεταλλεύεται όλες τις φυσικές δυνατότητες και χρησιμοποιεί τις καταλληλότερες τεχνικές μεθόδους δόμησης, επιτυγχάνοντας την ασφαλέστερη φύλαξη του περιβάλλοντος χώρου.

Ο προσανατολισμός του τείχους ακολουθεί την κατεύθυνση από το Βορρά προς Νότο. Ο τειχισμένος περίβολος επιστέφει το πλάτωμα της κορυφής του λόφου, εκμεταλλεύεται το ανάγλυφο του εδάφους και η κάτοψή του παρουσιάζει ένα παραλληλόγραμμο σχήμα, "ακανόνιστο" λόγω των συχνών εσοχών και προεξοχών οι οποίες καθιστούν το οχυρό απόρθητο.

Το μοναδικό σημείο, όπου ο τειχισμός της ακρόπολης διακόπτεται για 30 περίπου μέτρα, βρίσκεται βορειοανατολικά, εκεί όπου υψώνεται το "Κόκκινο στεφάνι", τοποθεσία που το όνομά της το οφείλει στο κυκλικό, σα στεφάνι, σχήμα του βράχου. Ο φυσικός πέτρινος όγκος, κομμένος κάθετα ανατολικά, έχει έντονο κόκκινο χρώμα λόγω των οξειδώσεων του λίθου.

Το "Κόκκινο Στεφάνι" εξέχει του περιβόλου σχηματίζοντας ένα είδος εξώστη-παρατηρητηρίου, από το οποίο μπορεί να αντικρίσει κανείς πανοραμικά όλη την πεδινή κοιλάδα, που διασχίζει ο Αχελώος ποταμός και η οποία περιβάλλεται από τα όρη Ακαρνανικά, Θύαμο, Παναιτωλικό και Αράκυνθο. Από εδώ, μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει όλα τα συμβαίνοντα στην περιοχή: από τις λίμνες Αμβρακία και Οζερό, την αρχαία Στράτο και τις αντίπερα του ποταμού αιτωλικές πόλεις Αγρίνιο και Κωνώπη. Εδώ ασφαλώς ήταν μόνιμα τοποθετημένες φρουρές και από το σημείο αυτό γίνονταν οι κάθε είδους συνεννοήσεις με τα παρατηρητήρια της Κάτω Πόλης.

Η κάθε πτέρυγα του περιβόλου ακολουθεί ιδιαίτερη κατασκευαστική συνθετικότητα. Ως πιο απλή μπορεί να θεωρηθεί η δυτική, μία τεθλασμένη γραμμή, η οποία στο κέντρο σχεδόν της διαδρομής της από βορρά προς νότο κάνει "κοιλιά" προς το εσωτερικό. Η νότια πτέρυγα είχε την ατυχία να ισοπεδωθεί τα τελευταία χρόνια, στο σημείο ακριβώς όπου υπήρχε η κεντρική πύλη.

Οι πύλες και το σύστημα των σχηματιζόμενων κατά διαστήματα παρεκβάσεων, εσοχών και εξοχών, ενισχύουν τις αμυντικές αρετές του τείχους, οι οποίες ξοφείλονται κυρίως στην υψομετρική διαφορά του εδάφους, σε όλες σχεδόν της πλευρές του περιβόλου.

Η απουσία πύργων σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί μειονέκτημα του τείχους. Εξετάζοντας την κάτοχψη του περιβόλου παρατηρείται ότι στα σημεία όπου θα ανέμενε κανείς την ύπαρξη πύργων, υπάρχουν ευφυείς αντικαταστάσεις τους:

1.

στις γωνίες ΒΔ και ΝΔ, το τείχος δεν κάμπτεται ευθύγραμμα σχηματίζοντας ορθή γωνία αλλά η στροφή επιτυγχάνεται με διπλή καμπή και το αποτέλεσμα παρουσιάζει τραπεζιόσχημους εξώστες.
2.

βορειοανατολικά, εκτός από το πλεονέκτημα του "Κόκκινου Στεφανιού", η οδόντωση της ΒΑ γωνίας μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως πύργος.
3.

στα δεξιά προς τον εισερχόμενο στην ακρόπολη, στις τρεις από τις τέσσαρες πύλες της, το τείχος ελίσσεται οδοντωτά, σχηματίζοντας αμυντικούς προμαχώνες.
4.

το διμερές οικοδόμημα, που βρίσκεται αριστερά στον εισερχόμενο από την ανατολική πύλη και εφάπτεται στο τείχος, εκτός από την οποιαδήποτε άλλη χρήση του, ίσως λειτουργούσε και ως αμυντικό ορμητήριο.


Το σύστημα τειχοδομίας του περιβόλου της ακρόπολης

Όπως όλα τα τείχη της αρχαίας Ακαρνανίας, έτσι και το τείχος της Μητρόπολης είναι στενά δεμένο με το φυσικό τοπίο. Το πέτρωμα, που χρησιμοποιήθηκε για το κτίσιμό του είναι ο ντόπιος ασβεστόλιθος, ο οποίος από τη φύση του προκαθορίζει και τον τρόπο της τειχοδομίας.

Κύριο σύστημα τειχοδομίας είναι το πολυγωνικό, η ποικιλία όμως των διαστάσεων των ογκολιθικών δόμων και οι λεπτομέρειες του σχεδίου τους επιτυγχάνουν ένα μεγαλοπρεπές αποτέλεσμα. Η επιλογή του πολυγωνικού συστήματος δόμησης προτιμήθηκε για τεχνικούς αλλά και οικονομικούς λόγους, επειδή δηλαδή η ασβεστολιθική πέτρα αφθονεί στην περιοχή και με το εύκολο κόψιμό της σε πολυγωνικά σχήματα επιτυγχάνεται οικονομία εργασίας. Εντυπωσιασμένος από τη γοητευτική εικόνα ο γάλλος περιηγητής Leon Jeuze, που το επισκέφτηκε το 1856, σημειώνει ότι το κάστρο της Μητρόπολης είναι χτισμένο κατά τον "κυκλώπειο" τρόπο.

Σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα οι λίθοι έχουν περισσότερες από τέσσαρες ευθύγραμμες πλευρές, περίπου ισομήκεις, οι οποίες συναντιόνται σε καθαρά διαγραφόμενες γωνίες. Το αποτέλεσμα είναι: α) να παρέχεται η εντύπωση ενός περίπλοκου δικτύου αρμών, όπου η εξωτερική επιφάνεια των λίθων παρουσιάζεται ανώμαλη με την αδρή πελέκησή τους από το λατομείο, β) να επιδεικνύεται φυσική έκφραση και γ) να μην φαίνονται σχεδόν οι αρμοί.

Ο πολυγωνικοί ογκόλιθοι, οι οποίοι δομούν τις δύο λίθινες παρειές του τείχους της Μητρόπολης, οι ορατές δηλαδή από την εξωτερική και εσωτερική πλευρά, έχουν αδρά επεξεργασμένες τις προσόψεις τους και σχεδόν ακατέργαστες τις πίσω αθέατες επιφάνειές τους. Τα πλευρικά τοιχώματα είναι λεία, ώστε να εξασφαλίζεται άριστη προσαρμογή και γερό δέσιμο, χωρίς να χρησιμοποιείται κανενός είδους πρόσθετης σύνδεσής τους. Η δόμηση των λίθων γίνεται "εν ξηρώ", δεν χρησιμοποιούνται δηλαδή σύνδεσμοι και η συναρμογή των δόμων επιτυγχάνεται με την απλή επαφή των πλαγίων επιφανειών τους κατά την εξωτερική ορατή ακμή τους (αρμοί στέριφοι). Τα πλευρικά τοιχώματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη στερεότητα και εμποδίζεται η απόκλισή τους, επειδή ο ενδιάμεσος εσωτερικός χώρος γεμίζει από μικρότερες ακατέργαστες πέτρες.

Εκτός από τον πολυγωνικό τρόπο, στη ΝΑ πλευρά της νότιας πτέρυγας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του τέιχους, το κτίσιμο των ασβεστολιθικών τραπεζοειδών ογκολίθων ακολουθεί το ψευδοϊσοδομικό σύστημα τειχοδομίας. Σύμφωνα με τον Κ. Ρωμαίο, η διαφορά αυτή οφείλεται στην επισκευή του γκρεμισμένου τείχους σε νεότερη εποχή. Οι δόμοι, στο σημείο αυτό, είναι καλοπελεκημένοι, μικρότερων διαστάσεων και προσαρμόζονται τελειότερα.

Η περίμετρος του τείχους της ακρόπολης έχει συνολικό μήκος 1245 περίπου μέτρα. Το ύψος του δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, επειδή σε καμία πλευρά του δεν σώζεται ακέραιο. Στην ανατολική πλευρά της νότιας πτέρυγας, όπου σήμερα διατηρείται καλύτερα σε ύψος πέντε δόμων, αντιστοιχεί σε 5 μέτρα. Στο μεγαλύτερο μήκος, το πάχος του τείχους είναι περίπου 3 μέτρα και μόνο στην ανατολική πλευρά του, στα τελευταία 90 μέτρα της κατεύθυνσης από Ν προς Β, ως το "Κόκκινο Στεφάνι" το πάχος σχεδόν διπλασιάζεται και πλησιάζει τα έξι (6) μέτρα. Εξαιτίας της καταστροφής, δεν υπάρχουν στοιχεία διαθέσιμα για το πώς κατέληγε η κορυφαία πλευρά του τείχους. Πιθανότατα σε όλο του το μήκος, η ανωδομία του έχε τη μορφή ανοιχτού διαδρόμου.

3.2 ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Η ακρόπολη επικοινωνούσε με την εξωτερική περιοχή και την κάτω πόλη μέσω τεσσάρων εισόδων, οι οποίες ανοίγονται στις αντίστοιχες πλευρές του περιβόλου. Η ιδιάζουσα τεχνική των πυλών στην ακρόπολη της Μητρόπολης είναι από τα μοναδικά παραδείγματα, που μαρτυρούν επιτυχή συνδυασμό της αρχιτεκτονικής τέχνης στην υπηρεσία του αμυντικού και αισθητικού αποτελέσματος.

Η νότια πύλη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κεντρική είσοδος και ήταν επιβλητική εξαιτίας την απλής αλλά έξυπνης χρησιμοποίησης του οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος εισέρχεται γωνιωδώς στο άνοιγμα της πύλης σχηματίζοντας στις δύο πλευρές της αμυντικούς προμαχώνες, που απέχουν μεταξύ τους 35 μέτρα. Η είσοδος καθίσταται έτσι αθέατη στους προσερχόμενους από νότια ή δυτικά και δίνει το πλεονέκτημα στους κατοίκους της ακρόπολης να έχουν τον πλήρη έλεγχο της οδού που ξεκινούσε από εδώ, διέσχιζε την παρυφή των ακαρνανικών ως το Κάστρο της Αετοφωλιάς και συνέχιζε με κατεύθυνση τη νότια παραχελωίτιδα πεδιάδα, φτάνοντας ως την πόλη των Οινιάδων.

Η επιβλητικότητα της βόρειας πύλης οφείλεται όχι μόνο στην τεχνική δόμηση της εισόδου αλλά και στο λαξευτό στο φυσικό βράχο μνημειακό κλιμακοστάσιο που οδηγούσε σε αυτή, γνωστό μέχρι σήμερα ως "Σκαλιά". Το γκρέμισμα του τείχους στο σημείο αυτό και η πυκνή βλάστηση δυσκολεύουν την λεπτομερή περιγραφή, παρατηρείται όμως και εδώ η ίδια αμυντική τεχνική των παράπλευρων προμαχώνων. Το άνοιγμα της εισόδου έχει πλάτος 2.60 μέτρα. Η είσοδος αυτή ατένιζε τη Στρατική πεδιάδα και έλεγχε την πλακόστρωτη οδό (καλντερίμι), που συνέδεε την ακαρνανική ενδοχώρα, δια του περάσματος του Αχελώου ποταμού, με την Αιτωλία.

Δευτερεύουσα ρόλο διαδραμάτιζαν, ή τουλάχιστον δεν προορίζονταν για το ευρύ κοινό, οι άλλες δύο πύλες της ακρόπολης, η πρόσβαση στις οποίες είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Η δυτική βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη νότια κεντρική πύλη, απέχει μόνον 20 μέτρα από τη νοτιοδυτική γωνία και προστατεύεται από διπλή λοξή εσοχή του τείχους. Η πλαγιά του λόφου μπροστά από την πύλη αυτή είναι απότομη και σπάνια θα επιχειρείτο η ανάβασή της.

Η ανατολική πύλη, στενότερη από όλες, φαίνεται ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων της ακρόπολης σε δύσκολες ώρες. Στην αριστερή εσωτερική πλευρά της πύλης, σημειώνεται διμερές κτίσμα μήκους 12 μ. Οι γέροντες του χωριού διηγούνται ότι δίπλα από την πύλη αυτή ξεκινούσε υπόγειος διάδρομος που οδηγούσε στην Κάτω Πόλη, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η πύλη αυτή εχρησιμοποιείτο σε έκτακτες στιγμές ανάγκης.

Αδυνατούμε να διατυπώσουμε γνώμη για το κλείσιμο των εισόδων, αν δηλαδή επιτυγχανόταν με λίθινο ή ξύλινο θυρόφυλλο και είναι δύσκολο να απεικονιστεί η ύπαρξη υπέρθυρου, αν και στις διηγήσεις των παππούδων μας για την κεντρική νότια πύλη, ιστορείται τοξωτή σύνθεση περισσοτέρων του ενός λίθων.

3.3 ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Σήμερα η πυκνή βλάστηση καθιστά δύσκολη την περιήγηση στο εσωτερικό της ακρόπολης. Οι καταστροφές, από τη φύση και τον άνθρωπο, έχουν αφανίσει ανελέητα κάθε ίχνος ζωής.

Κι όμως, σε ολόκληρη την περιοχή μέσα στην ακρόπολη, βρίσκονται διάσπαρτα όστρακα μεγάλων και μικρών αγγείων οικιακής και λατρευτικής χρήσης, όλων των περιόδων της ελληνικής τέχνης, από τα προϊστορικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Παντού διακρίνονται τα θεμέλια οικισμάτων κυκλικής, ημικυκλικής και ορθογώνιας κάτοψης, που η ανωδομή τους το πιθανότερο ήταν από φθαρτά υλικά, ίσως ξύλινη, αφού στην περιοχή αφθονεί το ξύλο της βελανιδιάς.

Σε αυτόν εδώ ασφαλώς το χώρο θα υπήρχαν ο ναός του πολιούχου θεού και άλλα δημόσια οικοδομήματα. Η ακρόπολη, σε στιγμές επίθεσης, αποτελούσε το καταφύγιο των κατοίκων της Κάτω πόλης, τα σπίτια των οποίων βρίσκονταν σε οικισμούς ανοχύρωτους. Για το σύστημα ύδρευσης της ακρόπολης δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Οι ανάγκες σε νερό των κατοίκων της ακρόπολης καλύπτονταν πιθανότατα από κτιστές υδατοδεξαμενές, όπου συγκεντρώνονταν τα όμβρια ύδατα, παρόμοιες με αυτές που υπάρχουν και στο σημερινό χωριό, γνωστές ως "στέρνες" και των οποίων η στεγανότητα των τοιχωμάτων εξασφαλίζονταν με υδραυλικό κονίαμα (κουρασάνι). Επίσης δεν είναι καθόλου απίθανο οι κάτοικοι της ακρόπολης να μετέφεραν πόσιμο νερό από το ποτάμι ή τα πηγάδια της Κάτω Πόλης. Μερικά από τα πηγάδια σώζονται, ως σήμερα: ένα στο Παλιοχώρι, στις υπώρειες του Κόκκινου Στεφανιού, ένα στα Σκαλιά, άλλο στη θέση Παλιουριάδες, ένα άλλο είναι το Κοινοτικό Πηγάδι, τρία βρίσκονται στο χωριό Ρίγανη. Οι Ριγανιώτες, μέχρι τη δεκαετία του 1960, μετέφεραν πόσιμο νερό από τον Αχελώο ποταμό μέσα σε ξυλοβάρελα, τα οποία φόρτωναν στα γαϊδουράκια, ενώ για τις καθημερινές τους ανάγκες εξυπηρετούνταν από τις στέρνες και τα πηγάδια του χωριού, το νερό των οποίων όμως έχει γεύση υπόγλυκη.

4. Η ΚΑΤΩ ΠΟΛΗ

Ο πληθυσμός της αρχαίας Μητρόπολης κατοικούσε στην Κάτω Πόλη, η οποία απλωνόταν ανατολικά της τειχισμένης ακρόπολης, κατά μικρούς οικισμούς, σε μια εκτεταμένη πεδινή περιοχή μέχρι τις όχθες του Αχελώου ποταμού.

4.1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η ευημερία των κατοίκων της ακαρνανικής Μητρόπολης στηριζόταν κυρίως στην αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία. Υποθέτουμε ακόμη ότι προσοδοφόρα υπήρξε η εκμετάλλευση της "διάβασης" του Αχελώου, η οποία συνέβαλλε ασφαλώς όχι μόνον στην οικονομική αλλά και στην πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης.

Η "διάβαση" βρισκόταν πάνω στη μεγάλη οδική αρτηρία, η οποία ένωνε τη ΒΔ με τη νότιο Ελλάδα και την ενδοχώρα της Ακαρνανίας με την αντίπερα περιοχή της Αιτωλίας (Κ. Αξιώτη, 1984). Η διέλευση από εδώ διευκόλυνε την επικοινωνία των κατοίκων της ακαρνανικής ενδοχώρας με την περιοχή της Αιτωλίας και αντιστρόφως. Η οδική αυτή αρτηρία επέζησε μέχρι τις μέρες μας (Γ. Παπατρέχας, 1989).

Οι οικισμοί της Κάτω Πόλης, από τα στοιχεία που έχουμε, δεν ήταν οχυρωμένοι και η ασφάλεια των κατοίκων τους επιτυγχάνονταν χάρη στο σύστημα των παρατηρητηρίων της ακρόπολης και στο ανάγλυφο του εδάφους, αφού οι λοφοσειρές δρούσαν ως φυσικά οχυρωματικά έργα. Σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης, είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ο πληθυσμός κατέφευγε στο περιορισμένο χώρο της ακρόπολης (Διόδωρος, ΧΙΧ, 67, 4).

Την ύπαρξη των οικισμών μαρτυρούν τα επιφανειακά ίχνη οικισμάτων, που εντοπίζονται από το πλήθος των κεραμιδιών σκεπής και οστράκων αγγείων οικιακής χρήσης αλλά και πλήθος τάφων που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή. Ο κάθε οικισμός φαίνεται ότι είχε το δικό του ξεχωριστό νεκροταφείο.

Κατά την κατασκευή του αρδευτικού έργου στον κάμπο της Ρίγανης, τη δεκαετία του 1960, ήρθαν στο φως δεκάδες τάφοι σε όλη την έκταση από τη Γαλιτσά μέχρι τα Ριζά του υψώματος της Αγίας Παρασκευής. Οι τάφοι έχασκαν στα τοιχώματα των ανοιγμένων αρδευτικών και στραγγευτικών αυλάκων, ενώ στα απομακρυσμένα από τους εκσκαφείς χώματα υπήρχαν πλήθος από μικρά και μεγάλα θραύσματα αγγείων: λύχνοι, μυροδοχεία όλων των τύπων πήλινα και γυάλινα, αρύβαλλοι, κάνθαροι, σκύφοι και ληκύθια. Τα αγγεία ήταν άβαφα, μελαμβαφή και ερυθρόχρωμα, απόσμητα ή με παραστάσεις.

Οι τάφοι στην πλειοψηφία τους ήταν απλές κιβωτιόσχημες θήκες, της πλευρές των οποίων κάλυπταν πήλινες, καλοδουλεμένες ή αδρά πελεκημένες ασβεστολιθικές ή μαρμάρινες πλάκες. Ως προς τις διαστάσεις τους, υπολογίζουμε κατά προσέγγιση ότι το μήκος τους έφτανε τα τρία μέτρα, είχαν πλάτος 0.40-0.50 μέτρα και βάθος θήκης 0.50-0.60 μέτρα. Σκεπάζονταν με οριζόντια μονοκόμματη πλάκα ή άλλες φορές το κάλυμμα είχε σχήμα δίρριχτης στέγης (Λ).

Η αρχιτεκτονική διάταξη των οικισμών της Κάτω Πόλης μας είναι άγνωστη. Η οριοθέτησή τους μπορεί να επιτευχθεί με τη συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή (αυτοψ΄9ιες), επειδή όμως μέχρι σήμερα τίποτε επιστημονικό δεν έχει επιχειρηθεί θα αρκεστούμε σε μια απλή αναφορά στις επιφανειακές ενδείξεις - παρατηρήσεις μας.

Οι περιοχές που οριοθετούν, κατά τη γνώμη μας, την Κάτω Πόλη έχουν τοποθετηθεί στο Σχέδιο και περιγράφονται αμέσως παρακάτω.

4.2 ΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ

Ο επισκέπτης των τοποθεσιών, που αναφέρονται στη συνέχεια εύκολα μπορεί να παρατηρήσει στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων ποικίλης χρήσης. Σε όλες τις τοποθεσίες αυτές οι κάτοικοι μαρτυρούν ότι κατά την καλλιέργεια των χωραφιών τους αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός τάφων.

4.2.1 Το Παλιοχώρι

Το Παλιοχώρι ή η Αγία Κυριακή είναι ο πλησιέστερος στην ακρόπολη οικισμός. Στη θέση όπου βρίσκονται τα θεμέλια της χ5ριστιανικής εκκλησίας της Αγίας Κυριακής η παράδοση μαρτυρεί ναό αρχαίας θεότητας και οι παππούδες μας την ταύτιζαν με τη θεά Άρτεμη.

Οι κάτοικοι του χωριού μνημονεύουν έναν "Πύργο" στο ριζά του λόφου, κάτω ακριβώς από το "Κόκκινο Στεφάνι", περιγράφοντας ένα επιβλητικό κτίσμα, λόγω όμως της πυκνής βλάστησης η κάθοδός μας υπήρξε αδύνατη.

Ευρήματα επιφανειακά: κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων ποικίλης χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά την καλλιέργεια των χωραφιών τους αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός τάφων.

4.2.2 Οι Άγιοι Απόστολοι

Η περιοχή ορίζεται από το σημερινό νεκροταφείο της Ρίγανης μέχρι τους Παλιουριάδες και τη Λύμπα. ΣΤα θεμέλια της χριστιανικής εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων οι κάτοικοι υποστήριζαν ότι προϋπήρχε αρχαίος ναός ενώ το "παλιόσπιτο" στη Λύμπα το θεωρούσαν αρχαίο οικοδόμημα.

Ευρήματα επιφανειακά: κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων ποικίλης χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά την καλλιέργεια των χωραφιών τους αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός τάφων.

4.2.3 Τα Ραχούλια

Τα Ραχούλια είναι οι λόφοι που υψώνονται ανατολικά της Κάβ'ζας ως την Τραγάνα και τα Αμπέλια. Κάθε λόφος έχει και το δικό του όνομα: τα κυρίως Ραχούλια, η Αγία Παρασκευή, ο Χότζας, η Αγκιναρούλα.

Στο λόφο όπου σήμερα βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευούλας, σύμφωνα με την παράδοση, προϋπήρχε ναός της Αθηνάς Παρθένου, το ιερό φίδι της οποίας παρέμεινε και στο χριστιανικό ναό και οι πιστοί το έβλεπαν στον εορτασμό της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου.

Στον παρακείμενο υψηλότερο λόφο, που ονομάζεται "Χότζας", ιστορείται ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας υπήρχε μουσουλμανικό τέμενος και πιθανολογείται η θέση αρχαίου παρατηρητηρίου.

Ευρήματα επιφανειακά: άφθονα κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων οικιακής χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά την καλλιέργεια των χωραφιών τους αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός τάφων και τοίχοι οικοδομημάτων.

4.2.4 Τα Αμπέλια

Η περιοχή ανατολικά του Χότζα και νότια της Αγκιναρούλας.

Ευρήματα επιφανειακά: άφθονα κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων ποικίλης χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά την καλλιέργεια των χωραφιών τους αποκαλύφτηκε σημαντικός αριθμός τάφων.

4.2.5 Η Τραγάνα

Η Τραγάνα απλώνεται βορειοανατολικά της Αγκιναρούλας μέχρι τη Γαλιτσά. Στα όρια της περιοχής με τη Γαλιτσά υπήρχε, ως τις μέρες μας, η Κούλια, η οποία ισοπεδώθηκε πρόσφατα. Το όνομα Κούλια προέρχεται από την αντίστοιχη αραβοτουρκική λέξη kule, η οποία στα ελληνικά μεταφράζεται ως πύργος ή ακρόπολη. Η μετονομασία του αρχαίου παρατηρητηρίου, από τους Τούρκους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη μεταβυζαντινή περίοδο, είναι εύστοχη και μαρτυρεί την ακριβή απόδοση της λειτουργικής χρησιμότητας της τοποθεσίας. Εδώ, πάνω σε γήινο έξαρμα, βρίσκονταν τα ερείπια ορθογωνίου λιθόκτιστου οικοδομήματος, ιδιοκτήτου του οποίου η παράδοση αναφέρει τον τούρκο τσιφλικά της περιοχής, που έκτισε την κατοικία του στη θέση του αρχαίου Πύργου.

Ευρήματα επιφανειακά: άφθονα κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων οικιακής χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά τη διάνοιξη του αρδευτικού έργου, αποκαλύφτηκαν πολλοί τάφοι. Μαρτυρείτε επίσης η ύπαρξη κεραμιδοποιΐου.

4.2.6 Ο Άγιος Στέφανος

Ανατολικά της Τραγάνας, η τοποθεσία από τις Αμυγδαλιές ως την Περαταριά ονομάζεται Άγιος Στέφανος. Η χριστιανική εκκλησία, τα ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με την παράδοση, θεμελιώνονταν πάνω σε αρχαίο ναό.

Εδώ στη θέση όπου ο Αχελώος ποταμός είναι ευρύτατος, αγαθής κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και οι όχθες του χαμηλές, υπήρχε η δεύτερη Κούλια της περιοχής. Ιστορικοί δρόμοι ενώνονταν εδώ. Στο σημείο αυτό η διάβαση ήταν εύκολη και μόνον ορισμένους χειμερινούς μήνες διακόπτονταν η επικοινωνία με την αντίπερα όχθη. Η διάβαση είναι γνωστή ως Πόρος, Πέραμα, ή Περαταριά της Ρίγανης και εξυπηρετούσε τους κατοίκους του χωριού αλλά και ολόκληρου του Ξηρομέρου. στην επικοινωνία τους με τις πόλεις και τα χωριά της Αιτωλίας.

Η παραποτάμια Κούλια, ήταν χτισμένη πάνω στο ψηλότερο εδαφικό έξαρμα της ακαρνανικής όχθης του ποταμού και μέχρι πρόσφατα, πριν το χωράφι ισοπεδωθεί, διακρίνονταν τα ερείπιά της σε ύψος 1.50 μέτρα. Αποτελούνταν από ένα ορθογώνιο λιθόκτιστο κτίριο (πλευράς 0.40 μέτρα), και εσωτερικά ήταν χωρισμένο σε μικρά δωμάτια, που οι ντόπιοι τα ονόμαζαν κελιά.

Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Κ. Ρωμαίο, το κτίριο πιθανότατα χρησίμευε ως φυλάκιο-στρατώνας για την ενίσχυση της ασφάλειας του Περάσματος ή ήταν κατάλυμα- ξενώνας των διερχομένων ταξιδιωτών. βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων ΝΑ του τείχους της ακρόπολης, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της ταύτισης της αρχαίας πόλης με την ακαρνανική Μητρόπολη, η οποία ήταν κτισμένη πολύ κοντά στη διάβαση και ο αρχαίος ιστορικός Πολύβιος μας πληροφορεί ότι είναι η πρώτη πόλη που συναντούμε ερχόμενοι από τη Στράτο.

Ευρήματα επιφανειακά: ερείπια οικοδομημάτων, άφθονα κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων οικιακής χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά τη διάνοιξη του αρδευτικού έργου, αποκαλύφτηκαν πολλοί τάφοι.

4.2.7 Η Γαλιτσά

Η Γαλιτσά υπήρξε τούρκικο τσιφλίκι, το οποίο μετά την απελευθέρωση διανεμήθηκε στους κατοίκους των κοινοτήτων Ρίγανης, Γουργιώτισσας, Προδρόμου και Μαχαιράς.

Ευρήματα επιφανειακά: ερείπια οικοδομημάτων, άφθονα κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων οικιακής χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: κατά τη διάνοιξη του αρδευτικού έργου, αποκαλύφτηκαν πολλοί τάφοι.

4.2.8 Ο Πελεκάνος

Στον Πελεκάνο καταλήγουν τα νερά του ρυακιού που πηγάζει βορειοανατολικότερα. Το ρυάκι υπήρξε η κινητήρια δύναμη του νερόμυλου της περιοχής αλλά παράλληλα τροφοδοτούσε με λιμνάζοντα ύδατα όλη την περίοδο του έτους τις θέσεις Καλάμια, Καβ'ζα και Καβ'ζούλα. Το κτίσιμο του νερόμυλου χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πρέπει να λειτουργούσε όλη την περίοδο της τουρκικής κατοχής μέχρι την απελευθέρωση και έως το πρώτο μισό του αιώνα μας, αφού οι γονείς μας άλεθαν το σιτάρι τους εκεί.

Ευρήματα επιφανειακά: Γύρω από το νερόμυλο, επισημαίνονται ερείπια αρχαίων κτισμάτων, κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων ποικίλης χρήσης.

Μαρτυρίες κατοίκων: Ο μύλος υπήρξε αφορμή για τη γένεση πολλών λαογραφικών ιστοριών.

4.2.9 Το Αραποκόνακο

Το ύψωμα που συνεχίζεται ανατολικά από το λόφο Χασοβούνι. Το όνομά του το οφείλει στα ερείπια του αρχαίου κτίσματος, το οποίο σώζονταν ως τις μέρες μας. Κατά την παράδοση, είχε μαρμάρινες κολόνες και το στόλιζαν αγάλματα, ένα από τα οποία είχε τα χαρακτηριστικά μορφής αφρικανικής καταγωγής (Αραποκόνακο = το κονάκι, το σπίτι του αράπη).

Ευρήματα επιφανειακά: κεραμίδια σκεπής και όστρακα αγγείων.

Μαρτυρίες κατοίκων: θεμέλια αρχαίου οικοδομήματος.

4.2.10 Τα Μπρουσά (Μπρουντζά)

Η τοποθεσία βρίσκεται ΒΔ του τείχους της ακρόπολης, προς το Βαθύρεμα. Εδώ υπάρχουν, ορατοί μέχρι και σήμερα, πιθοειδείς λαξευμένοι στο βράχο λάκκοι. Παλιότερα στην περιοχή οι κάτοικοι έβρισκαν μπρούντζινα αντικείμενα και στο γεγονός αυτό οφείλεται η ονομασία της τοποθεσίας. Το βάθος τους είναι περίπου ενάμισι μέτρο, το κυκλικό στόμιό τους έχει άνοιγμα περίπου μισό μέτρο και η μέγιστη διάμετρος της κοιλιάς τους φτάνει το ένα μέτρο. Τα περισσότερα από αυτά οι βοσκοί τα γέμιζαν με πέτρες γιατί τα θεωρούσαν παγίδες για τα ποίμνιά τους.

Από τα Μπρουσά περνούσε ο λιθόστρωτος δρόμος, που κατευθύνονταν προς το Βαθύρεμα, τον Πρόδρομο και το μέσα Ξηρόμερο. Μέχρι πρόσφατα ο δρόμος ήταν σε χρήση και διακρίνονταν στο λίθινο "καλντερίμι" τα ίχνη από το συχνό πέρασμα των δίτροχων αμαξιών, που τα έσερναν άλογα. Από το δρόμο αυτόν οι Ξηρομερίτες έφταναν στην Περαταριά της Ρίγανης. Στη μνήμη μας είναι βαθιά χαραγμένες οι στρατιές των πολύχρωμων καραβανιών που κάθε καλοκαίρι ακολουθούσαν την πορεία Βαθύρεμα - Λινάρια - Πελεκάνος - Περαταριά, για να καταλήξουν απέναντι στο Αγγελόκαστρο, ως προσκυνητές στις 6 Αυγούστου στο Μοναστήρι του Παντοκράτορα.

5. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΕΤΟΦΩΛΙΑΣ

Η τοποθεσία είναι εξαιρετικά περίοπτη και με υψόμετρο 235 μ., αποετλεί το υψηλότερο σημείο της ακαρνανικής παραχελωίτιδας ζώνης από τη Στράτο μέχρι την έξοδο του ποταμού στη θάλασσα.

5.1 Η ΘΕΣΗ

Η θέα από την κορυφή του υψώματος παρουσιάζεται πανοραμική. Ένας ατέλειωτος μαγευτικός ορίζοντας ιχνογραφείται μπροστά στα μάτια του επισκέπτη. Το βλέμμα, ξεκινώντας από βορρά, αντικρίζει το επιβλητικό Λιγοβίτσι, εποπτεύει το στενό πέρασμα μεταξύ Ακαρνανικών και Μακρυνόρους, τις λίμνες Αμβρακία και Οζερό, ολόκληρη τη Στρατική πεδιάδα, την ίδια την πόλη της αρχαίας Στράτου και ανατολικότερα το Αγρίνιο, την Κωνώπη, την Ιθωρία. Ύστερα, κατευθύνεται προς νότον βλέπει την αρχαία λίμνη Μελίτη (βάλτος Λεσινίου), τους παράλιους λόφους, όπου ήταν κτισμένη η πόλη των Οινιαδών και τα νησάκια Οξεία και Βρομώνα, τις Εχινάδες Νύμφες, που φράζουν το στόμιο του Αζελώου στην ένωσή του με τη θάλασσα. Και το βλέμμα προχωράει ακόμα μακρύτερα ως τον Πατραϊκό και το Ιόνιο Πέλαγος. Διακρίνονται τα ferry-boats και η νεόκτιστη κρεμαστή γέφυρα Χαριλάου Τρικούπη, που συνδέουν το Αντίρριο με την απέναντι στεριά, φαίνεται η πόλη της Πάτρας και δυτικότερα διαγράφονται τα υψώματα Ιθάκης και οι βουνοκορφές της Κεφαλονιάς.

Αυτή την απόκρημνη και βραχώδη κορυφή, οι κάτοικοι της περιοχής την ονομάζουν Αετοφωλιά, γιατί εδώ πάνω μόνον οι βασιλιάδες των πουλιών, οι αετοί, μπορούν να ζήσουν και τις φωλιές τους διακρίνουμε ψηλά στην ανατολική κάθετη παρειά του βράχου. Αυτή την απόκρημνη κορυφή διάλεξαν να κατοικήσουν κάποιοι μακρινοί και περήφανοι πρόγονοί μας. Αυτό το αποδεικνύουν τα απομεινάρια του Κάστρου, το οποίο μέχρι σήμερα διέφυγε της προσοχής των ειδικών και παραμένει άγνωστο στην επιστημονική κοινότητα.

5.2 ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ

Η στρατηγική σημασία της Αετοφωλιάς είχε εκτιμηθεί κατά την αρχαιότητα, αφού τη φυσικά απόρθητη από μήνη της τοποθεσία οι αρχαίοι Ακαρνάνες την ενίσχυσαν με τείχος.

Ο πεταλοειδής λίθινος περίβολος επιστρέφει την κορυφή του υψώματος και μόνο στη νότια πλευρά διακόπτεται, εκεί όπου το προστατεύει το οχυρωματικό έργο της φύσης, ο βράχος της "Αετοφωλιάς".

Ο περίβολος, ένα απλό λιθολόγημα σήμερα, έχει μήκος περίπου 815 μέτρα και πλάτος 2.80 μέτρα. Το ύψος του δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί, αφού σε όλο του το μήκος είναι κατεστραμμένος. Το τείχος είναι κατασκευασμένο κατά το "λογάδην" σύστημα, από τυχαίους δηλαδή λίθους, οι οποίοι δεν είχαν συγκεκριμένο σχήμα ούτε είχαν δεχτεί κάποια επεξεργασία, όμοια σχεδόν με αυτό που σήμερα ονομάζουμε ξερολιθιά (αιμασιά).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανατολική πύλη, η μοναδική που μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς, της οποίας το άνοιγμα έχει πλάτος 2 μέτρα. Η προστασία της στηρίζεται στην παράλληλη απόληξη των δύο αντίθετα ερχομένων σκελών του περιβόλου. Η πύλη αυτή οδηγεί στην προς τον Αχελώο ποταμό ανατολική πλευρά του λόφου, η οποία είναι απότομη, σχεδόν κάθετη, και δύσκολα μπορεί κανείς να την αναρριχηθεί.

Η βόρεια πύλη (άνοιγμα 2 μ.) βρίσκεται στον άξονα της οδού, που ξεκινούσε από τη νότια πύλη της ακρόπολης της Μητρόπολης. Μία τρίτη πύλη, στη ΒΔ καμπή του περιβόλου, είναι πιθανή. Η δυτική πτέρυγα του πεταλοειδούς περιβόλου, ακριβώς στη μέση, ενισχύεται αντερεισματικά με μία σειρά λίθων, σχηματίζοντας έναν στενό εξώστη χαμηλότερης βαθμίδας.

Η οχύρωση της νότιας πλευράς στηριζόταν αφενός μεν στα δυσκολοπρόσβλητα βράχια της Αετοφωλιάς και αφετέρου στην προς το εσωτερικό γωνιώδη παράκαμψη της απόληξης του πεταλοειδούς περιβόλου.

Το εσωτερικό του περιβόλου είναι κατάφυτο σήμερα από πυκνή βλάστηση ασφάκας, πουρναριών και παλιουριών, ενώ υπάρχουν διάσπαρτες πολλές αιωνόβιες βελανιδιές και πικραμυγδαλιές, γι' αυτό και κατά την περιήγησή μας δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε θεμέλια οικισμάτων.

Υποθέτουμε ότι το Κάστρο της Αετοφωλιάς είναι αρχαιότερο του τείχους της ακαρνανικής Μητρόπολης και ίσως αποτελούσε το νοτιότερο ορόσημό της. Η ακριβής χρονολόγησή του όμως είανι δυνατόν να επιτευχθεί με τη συστηματική έρευνα, η οποία θα μας δώσει λεπτομερή στοιχεία.

6. ΤΟ ΒΥΘΙΣΜΑ

Λίγο βορειοδυτικότερα της Αετοφωλιάς, στην τοποθεσία Βύθισμα, σώζεται τμήμα πολυγωνικού τείχους, , η τειχοδομία του οποίου θυμίζει έντονα τη νότια πλευρά του τείχους της ακρόπολης της Μητρόπολης. Το επιβλητικό κτίσιμό τους μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αμυντικό πρόγραμμα και ότι συνδέεται άμεσα με τα οχυρωματικά έργα της Αετοφωλιάς, της Μητρόπολης ή της γειτονικής Σαυρίας.

7. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ

Οι γνώσεις μας γύρω από την ιστορική πορεία της αρχαίας Μητρόπολης μέσα στον χρόνο είναι ελλιπείς, όπως ελλιπής παραμένει και η γενικότερη ιστορία της αρχαίας Ακαρνανίας, μέσα στα γενικότερα πλαίσια της οποία είναι λογικό να την παρακολουθήσουμε. Η Ακαρνανία αποτέλεσε σταθμό και πέρασμα όλων των φυλετικών μετακινήσεων και των ομαδικών μεταναστεύσεων. Η ακαρνανική Μητρόπολη, λόγω της στρατηγικής της θέσης, έλεγχε τη διάβαση του Αχελώου. Υπήρξε έτσι ένα υποχρεωτικό δρομολόγιο λαών και χώρος μιας αναγκαστικής διασταύρωσης εμπορίου και ιδεών. Δέχτηκε επομένως οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές επιδράσεις. Οι σημασιολογικές εξάλλου προεκτάσεις του ονόματός της, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλα γεγονότα διαδραματίστηκαν στην περιοχή αυτή της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Για την πρωιμότερη εποχή (προϊστορική, γεωμετρική, αρχαϊκή) μόνον η αρχαιολογική έρευνα μπορεί να μας πληροφορήσει. Φαίνεται όμως ότι η ευρύτερη περιοχή της ακαρνανικής Μητρόπολης κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Αυτό μαρτυρούν οι δύο λεπίδες οψιανού, που βρίσκονται στο Μουσείο Αγρινίου σήμερα (αρ. καταλόγου Μ. 1294 και Μ. 1925).

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατά την περίοδο της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού (1500-1100 π.Χ.) ο χώρος γνώρισε παρόμοια άνθηση με τα αντίστοιχα κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ένα από τα ομηρικά έπη, ολόκληρη η Οδύσσεια είναι αφιερωμένη στους αγώνες του μυθικού βασιλιά της Ιθάκης, στην περιοχή των δυτικών θαλασσών και του Ιονίου πελάγους. Ο Όμηρος, αν και δεν κατονομάζει την Ακαρνανία και τους κατοίκους της, την αναφέρει έμμεσα, όταν λέει ότι στην επικράτεια του βασιλείου του Οδυσσέα ανήκε η "ήπειρεος ακτή" (ραψωδίες β και ω). Η ομηρική "ηπείρεος ακτή" ασφαλώς και θα είναι το τμήμα της Ακαρνανίας που είχε δοθεί ως προίκα στην Πηνελόπη, από τον πατέρα της Ικάριο, βασιλιά της Ακαρνανίας.

Με την κάθοδο των Δωριέων (1150-1050 π.Χ.), η Ακαρνανία βρίσκεται στον άξονα της κατεύθυνσής τους. Η πορεία τους από βορρά προς την Πελοπόννησο ασφαλώς ακολουθούσε την οδό, που μαρτυρείτε τα ιστορικά χρόνια ως τη ρωμαϊκή εποχή και τις μέρες μας, η οποία δια του Ακτίου και της διάβασης του Αχελώου - στο σημείο της Περαταριάς της Ρίγανης - οδηγούσε στο Αντίρριο. Η αρχαία Μητρόπολη κατέχει νευραλγική θέση και συμμετέχει με κάποιο τρόπο στα ιστορικά δρώμενα.

Στα χρόνια της θαλασσοκρατορίας των Φοινίκων (1050-800 π.Χ.) η έλλειψη ειρήνης στην περιοχή δημιούργησε αίσθημα ανασφάλειας στους Ακαρνάνες και τους ανάγκασε να οχυρώσουν τις πόλεις τους. Στα χρόνια αυτά ίσως πρέπει να τοποθετηθεί και η πρωιμότερη πιθανή χρονολογία (terminus ante quem) της κτίσης του τείχους της Μητρόπολης.

Την περίοδο του ανοίγματος των Κορινθίων (800-600 π.Χ.) προς δυσμάς, η Ακαρνανία, και η Μητρόπολη ασφαλώς, δέχτηκε την κορινθιακή επίδραση σε όλους τους τομείς της ζωής, αφού στις ακαρνανικές ακτές ιδρύονται κορινθιακές αποικίες. Οι Κορίνθιοι αποτέλεσαν για τους Ακαρνάνες και τους κατοίκους της Μητρόπολης πρότυπο της πολιτικής τους ζωής. Τα νομίσματα άλλωστε των Μητροπολιτών αυτό μαρτυρούν (κορινθιακοί στατήρες). Αυτή την εποχή, σε μια στιγμή κοινής εθνικής δραστηριότητας του πληθυσμού, γεννήθηκε και η ιδέα του Κοινού στους Ακαρνάνες, το πρώτο Κοινό της αρχαιότητας, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τον ιστορικό Θουκυδίδη (Γ΄, 107.2). Η Μητρόπολη είναι μία από τις σημαντικές πόλεις του Κοινού και οι κάτοικοί της εκλέγονται επώνυμοι άρχοντες στα ανώτερα αξιώματα της ακαρνανικής συμπολιτείας.

Στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Ακαρνάνες είναι σύμμαχοι της Αθηνάς εκτός από τις πόλεις Ανακτόριο, Σόλλιο, Οινιάδες και Αστακό που συμμάχησαν με τους Πελοποννησίους. Η πολιτική και οικονομική επιρροή της Αθήνας στη δυτική Ελλάδα ανέκοψε το εμπόριο των Κορινθίων στην περιοχή και κατ' επέκταση στην Ιταλία και Σικελία και συγχρόνως δημιούργησε όξυνση στις σχέσεις των δύο δυνάμεων.

Τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου φανερώνουν τις βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, Αθηνών και Κορίνθου, για την Ακαρνανία. Οι Ακαρνάνες, από την αρχή του πολέμου, δηλώνουν πίστη στην αθηναϊκή συμμαχία, γεγονός που δεν το συγχωρούν οι Κορίνθιοι, των οποίων τα συμφέροντα πλήττονται σοβαρά. Η πρώτη περίοδος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-421 π.Χ.) σημαδεύτηκε από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ακαρνανία, τις οποίες ανέλαβαν οι ικανότεροι στρατιωτικοί των δύο εμπόλεμων συνασπισμών: από τους Σπαρτιάτες ο Ευρύλοχος και ο Κνήμος και από τους Αθηναίους ο Φορμίων και ο Δημοσθένης. Οι αθηναϊκές και πελοποννησιακές, που φτάνουν στην περιοχή διέρχονται από τη διάβαση του Αχελώου (τον Πόρο της Ρίγανης). Η ακαρνανική Μητρόπολη, που ελέγχει το πέρασμα του ποταμού, δέχεται ανάλογα τις φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις τους.

Τα χρόνια της Σπαρτιατικής Ηγεμονίας (404-371 π.Χ.), υπήρξαν περίοδος ακμής για τους Ακαρνάνες. Έλεγχαν απόλυτα τον ρου του ποταμού Αχελώου σε όλο του το μήκος και το Αγρίνιο ήταν υπό την κατοχή τους. Ο ρόλος της Μητρόπολης διαγράφεται πρωταγωνιστικός. Οι Αιτωλοί όμως ενοχλήθηκαν από τις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων τους και ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους Σπαρτιατών. Ο Ξενοφώντας, στα έργα του "Ελληνικά" και "Αγησίλαος", εξιστορεί τις δύο εκστρατείες του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου στην Ακαρνανία. Το 379 π.Χ., ο Αγησίλαος έχει στρατοπεδεύσει στη Στρατική πεδιάδα και ζητά, με πρέσβεις του, από το Κοινό των Ακαρνάνων να συμμαχήσουν μαζί του. Ο Αγησίλαος επιδόθηκε σε αργή λεηλασία της χώρας μέχρι τη μάχη που έδωσε στην πεδιάδα της λίμνης Αμβρακίας (Ρίβιο), όπου βρίσκονταν όλα τα βοσκήματα των Ακαρνάνων.

Εξιστορώντας τη μάχη αυτή ο Ξενοφών δεν αναφέρει καμία πόλη στα γύρω όρη, αντίθετα τονίζει ότι όσες φορές οι Ακαρνάνες υποχωρούσαν βρίσκονταν σε ασφαλές μέρος. Ο Αγησίλαος δεν κατάφερε να κυριεύσει καμία ακαρνανική πόλη, γιατί προφανώς αυτές ήταν οχυρωμένες:

"επεί δε διέβη ο Αγησίλαος πάντες μεν οι εκ των αγρών Ακαρνάνες έφυγον εις τα άστη, πάντα δε τα βοσκήματα απεχώρησε πόρρω, όπως μη αλίσκηται υπό του στρατεύματο"... "τάχυ γαρ ήσαν οπότε αποχωροίεν προς τοις ισχυροίς οι Ακαρνάνες"... "προς ενίας δε των πόλεων και προσέβαλλεν, υπό των Αχαιών αναγκαζόμενος, ου μην είλε γε ουδεμίαν" (Ξενοφώντος, Ελληνικά Δ, 6,4 και Δ, 6,12).

Υποθέτουμε ότι η αρχαία Μητρόπολις ήταν ένα από τα ισχυρά χωρία που αντιστάθηκαν στις επιθέσεις του. Το επόμενο έτος ο Αγησίλαος επανήλθε και άρχισε να πολιορκεί τις ακαρνανικές πόλεις, γεγονός που ανάγκασε τους Ακαρνάνες, για να αποφύγουν τις καταστροφές, να συμμαχήσουν μαζί του.

Με την εμφάνιση των Μακεδόνων στα ελληνικά δρώμενα, οι Ακαρνάνες διάκεινται φιλικά προς τον Φίλιππο και το γιό του Αλέξανδρο, γίνονται σύμμαχοί τους, χωρίς όμως να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις τους, ούτε στην ασιατική εκστρατεία έλαβαν μέρος.

Η περίοδος των διαδόχων χαρακτηρίζεται ως περίοδος σκληρού ανταγωνισμού των Ακαρνάνων και Αιτωλών. Οι Ακαρνάνες συντάχτηκαν με την πολιτική του βασιλείου της Μακεδονίας, ενώ οι Αιτωλοί ανέπτυξαν μία ανταγωνιστική προς τους Μακεδόνες αυτόνομη επεκτατική πολιτική προς τα ανατολικά και τα δυτικά. Το 314 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέλαβαν την ακαρνανική πόλη Οινιάδες, γεγονός που ανάγκασε τον Κάσσανδρο, βασιλιά της Μακεδονίας, να συνδράμει στους συμμάχους του Ακαρνάνες. Ο Κάσσανδρος, πριν επιστρέψει στην πατρίδα του, και ενώ οι Οινιάδες παρέμεναν στην κατοχή των Αιτωλών, προέτρεψε τους φίλους του να καταφύγουν στις μεγάλες οχυρωμένες πόλεις. Οι Ακαρνάνες συγκεντρώθηκαν σε τρεις πόλεις στο μέσο ρου του Αχελώου: τη Στράτο, το Αγρίνιο και τη Σαυρία. Η Μητρόπολη δεν αναφέρεται. Ίσως την ακρόπολή της κατέχουν οι Αιτωλοί.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. οι πόλεις του Κοινού των Ακαρνάνων περνούν δύσκολες ώρες εξαιτίας της δημιουργίας ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή της Ηπείρου και της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Το 262 π.Χ., υπογράφεται το Αιτωλοακαρνανικό Σύμφωνο, με το οποίο διαμελισμένη η Ακαρνανία περιέρχεται στους Αιτωλούς και Ηπειρώτες. Η Μητρόπολις βρίσκεται υπό αιτωλική κατοχή. Μετά το 230 π.Χ., οι Ρωμαίοι επεμβαίνουν ενεργά στα ελληνικά δρώμενα και οι Αιτωλοί, που εκδηλώνουν φανερά τα φιλορωμαϊκά αισθήματά τους, επιδίδονται σε επιδρομές κατά των ακρνανικών πόλεων, οι οποίες διατηρούν τη φιλία τους με τους Μακεδόνες.

Οι επόμενες συγκεκριμένες πληροφορίες διασώζονται από τον Πολύβιο. Στο συνέδριο της Κορίνθου, το 220 π.Χ., ο Φίλιππος ο Ε΄ της Μακεδονίας και οι άλλοι Έλληνες αποφασίζουν την καταστροφή της αιτωλικής δύναμης. Έτσι, το 219 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε΄ , με τη βοήθεια των Ακαρνάνων και των Ηπειρωτών, εισέβαλε στην αιτωλοκρατούμενη Ακαρναία. Επί τρία χρόνια διεξάγονταν πολεμικέ επιχειρήσεις στην ανατολική μεθόριο της Ακαρνανίας. Ο Φίλιππος, το 218 π.Χ., κατέστρεψε το Θέρμο και αφού ελευθέρωσε τις Φοιτίες, προχώρησε προς τη Μητρόπολη, στην ακρόπολη της οποίας είχε οχυρωθεί η αιτωλική φρουρά, δεν μπόρεσε όμως να την καταλάβει, γι' αυτό και πυρπόλησε την Κάτω Πόλη. Στη συνέχεια διαβαίνοντας τον Αχελώο, από τον Πόρο της Μητρόπολης, κατευθύνθηκε προς την Κωνώπη (Πολύβιος Δ, 64 και Ε, 11). Το 217 π.Χ. υπογράφηκε, από τους Αιτωλούς και τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, η ειρήνη της Ναυπάκτου και τα ακαρνανικά εδάφη επιστράφηκαν στους Ακαρνάνες. Οι Αιτωλοί όμως συμμάχησαν με τους Ρωμαίους, που τους βοήθησαν να επανακτήσουν την Ακαρνανία. Το 212 π.Χ. με το Αιτωλορωμαϊκό Σύμφωνο, η ακαρνανική ανατολική μεθόριος και οι πόλεις: Στράτος, Κορόντα, Μητρόπολις, Σαυρία και Οινιάδες παραχωρήθηκαν στους Αιτωλούς.

Ο Β΄ Μακεδονικός πόλεμος έληξε με την ήττα του Φιλίππου Ε΄, στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.)και οι Ρωμαίοι παρουσιάστηκαν στα Ίσθμια διακηρύττοντας "ελευθερία" στις ελληνικές πόλεις. Το 176 π.Χ., το Κοινό των Ακαρνάνων, σε έκτακτο συνέδριο, παρουσία του ρωμαίου στρατηγού Γάιου Πόπλιου, απέρριψε ως προσβλητική την πρόταση των Ρωμαίων να εγκατασταθούν ρωμαϊκές φρουρές στις πόλεις της ακαρνανικής συμπολιτείας.

Με την επικράτηση των Ρωμαίων στην Ελλάδα, όσοι από τους Ακαρνάνες δεν μετοίκησαν στη Νικόπολη (31 π.Χ.), έζησαν ασχολούμενοι με γεωργικο-κτηνοτροφικές εργασίες.

Η ζωή στην περιοχή της Μητρόπολης, κυρίως στην Κάτω Πόλη, συνεχίστηκε όλη την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, των βυζαντινών χρόνων και της τουρκοκρατίας. Αυτό μαρτυρούν τα διάσπαρτα όστρακα κεραμικής όλων των περιόδων, οι τάφοι και τα τοπωνύμια της περιοχής.

Ο στεριανός δρόμος, που ένωνε την Ήπειρο με την Πελοπόννησο, εξακολούθησε να διέρχεται από τη γνωστή από την αρχαιότητα διάβαση του Αχελώου ποταμού στον Πόρο της Ρίγανης. Αυτόν το δρόμο ακολουθώντας οι Τούρκοι, το Δεκέμβριο του 1822 μετά την υποχώρησή τους από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και προσπαθώντας να περάσουν τον "Πόρο", καταπνίγηκαν στα ορμητικά νερά του υπερχειλισμένου ποταμού.

Πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους οι κάτοικοι της Κάτω Πόλης, με πρωτοβουλία του Φραγκόγιαννου Παλαιοπάνου, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του σημερινού χωριού Ρίγανη, εξαιτίας κυρίως του υγρού παραποτάμιου κλίματος και των συχνών επιδημιών ελονοσίας.

πηγή : περιοδικό Δήμου Στράτου "Στρατόσφαιρα" από το βιβλίο της
κ. Παλαιοπάνου Β. "Μνημεία και πρόσωπα της αρχαίας Ακαρνανίας"